Το να φοβάσαι τον κόσμο, να φοβάσαι την ερημιά, να φοβάσαι την αμέλεια γύρω από τη φρούρησή σου, να φοβάσαι ακόμα και αυτούς που σε φυλάνε και να μη θέλεις να έχεις γύρω σου ούτε αόπλους, μήτε να βλέπεις με ευχαρίστηση τους οπλισμένους, όλα αυτά δεν δημιουργούν τάχα μια κατάσταση αφόρητη; Κι ακόμα το (...) να επιδιώκεις να έχεις δούλους τους ελεύθερους, ενώ αναγκάζεσαι να έχεις ελεύθερους τους δούλους, αυτά όλα δεν σου φαίνονται ότι φανερώνουν μια ψυχή καταπτοημένη από το φόβο; Αυτός καθ' εαυτός ο φόβος, όταν είναι ριζωμένος στις ψυχές, φέρνει λύτη, αλλά και συμπαρακολουθώντας κάθε χαρά, τη φθείρει.