(Οι τύραννοι) ξέρουν πολύ χαλά και τους σεμνούς και τους σοφούς και τους δίκαιους πολίτες, αλλά αντί να τους εκτιμούν τους φοβούνται άλλους τους ανδρείους μήπως και αποτολμήσουν κάτι για χάρη της ελευθερίας τους, άλλους δε, τους σοφούς, μήπως μηχανευτούν κάτι εναντίον τους και τέλος, τους δίκαιους, μήπως επιθυμήσει ο λαός να τον κυβερνήσουν αυτοί.
Το να φοβάσαι τον κόσμο, να φοβάσαι την ερημιά, να φοβάσαι την αμέλεια γύρω από τη φρούρησή σου, να φοβάσαι ακόμα και αυτούς που σε φυλάνε και να μη θέλεις να έχεις γύρω σου ούτε αόπλους, μήτε να βλέπεις με ευχαρίστηση τους οπλισμένους, όλα αυτά δεν δημιουργούν τάχα μια κατάσταση αφόρητη; Κι ακόμα το (...) να επιδιώκεις να έχεις δούλους τους ελεύθερους, ενώ αναγκάζεσαι να έχεις ελεύθερους τους δούλους, αυτά όλα δεν σου φαίνονται ότι φανερώνουν μια ψυχή καταπτοημένη από το φόβο; Αυτός καθ' εαυτός ο φόβος, όταν είναι ριζωμένος στις ψυχές, φέρνε
Ο τύραννος, επειδή (...) έχει καταδικαστεί απ' όλους τους ανθρώπους να πεθάνει για τις αδικίες του, τρέμει νύχτα μέρα για τη ζωή του.