Submitted by admin on Sun, 09/29/2013 - 16:15

Ιστορικά γεγονότα, μύθοι και παραδόσεις

Η Ιστορία και η τοποθεσία της Ιεράς Μονής Σταγιάδων συνδέονται στενά και με το ομώνυμο χωριό, που απλώνεται αμφιθεατρικά σαν βεντάλια γύρω του, προς την πλαγιά του βουνού.

 Μία σύντομη αναφορά στην ιστορία και τις παραδόσεις γύρω από την ταυτότητα του χωριού Σταγιάδων κρίθηκε σκόπιμη, μια που οι εξελίξεις στο χώρο των σύγχρονων Τεχνολογιών της Πληροφορίας και της Επικοινωνίας καλούν κάθε χώρα, κάθε λαό και κάθε πολίτη της παγκόσμιας διαδικτυακής κοινότητας να συμβάλει στην καταγραφή, διάσωση και διάδοση και προβολή των πολιτιστικών στοιχείων του τόπου τους, όχι μόνον για τις περιοχές που υπάρχουν άφθονα στοιχεία, αλλά και για κείνες που κινδυνεύουν να βυθιστούν στο σκοτάδι της λήθης και της ανυπαρξίας.

Δυστυχώς δεν υπάρχουν αρκετά ιστορικά ντοκουμέντα όπου θα μπορούσε να στηριχθεί κανείς για την κατασκευή μίας έγκυρης τοπικής ιστορίας. Υπάρχουν όμως εμπειρίες χωριανών και μελέτες εκπαιδευμένων κατοίκων, που έχουν αποτυπώσει γεγονότα και παραδόσεις, χρήσιμες για να καταγραφούν, έστω και με την εμπειρική, λαογραφική τους μορφή. Χωρίς να θελήσω να υποκαταστήσω έναν ιστορικό, θεωρώ ότι ακόμη και οι λαϊκές ιστορίες μίας τοπικής κοινωνίας έχουν πάντα κάτι να μας πουν, αν προσπαθήσουμε να διαβάσουμε «πίσω» από τις γραμμές» τους.

Τα μόνα στοιχεία που σώζονται μέχρι σήμερα, είτε ιστορικά είτε εμπειρικά, έχουν καταγραφεί χάρις στον εκπαιδευτικό, Δημήτριο Παπανίκο ο οποίος επί χρόνια συνέλεγε ιστορικά στοιχεία, παραδόσεις, αναμνήσεις και προσωπικές μαρτυρίες από τους γέροντες του χωριού. Για την προσπάθειά του αυτή βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών και είναι άξιος κάθε επαίνου. Όλα όσα αναφέρονται πιο κάτω έχουν ως αποκλειστική πηγή τα γραφτά του «δάσκαλου Τάκη Παπανίκου», όπως συνηθίζουμε να τον αποκαλούμε.

Το χωριό Σταγιάδες είναι χτισμένο πολύ κοντά στο ομώνυμο Μοναστήρι. Το όνομα του χωριού δεν είναι γνωστό πώς προήλθε. Υπάρχουν πολλές ερμηνείες: Ο Παύλος Μελάς, στην επιστολή που έγραψε στη γυναίκα του στις 27 Αυγούστου το 1904, πως βρίσκεται σε ένα Μοναστήρι που «κείται γεωγραφικά βορείως του χωριού της Μερίτσας (1)», που βρίσκεται αρκετά μακριά και συγχρόνως αναφέρει ότι δίπλα από το Μοναστήρι βρίσκεται το χωριό Σταγιάδες. Όμως σε άλλο μέρος της επιστολής το αναφέρει ως "Μοναστήρι Σταγιάδων". Είναι πολύ πιθανόν η επωνυμία του να ήταν παλαιότερα «Ιερά Μονή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου», αφού συνηθίζεται τα μοναστήρια να φέρουν την ονομασία των αγίων ή των θρησκευτικών γεγονότων όπου είναι αφιερωμένα.Όσον αφορά την προέλευση του ονόματος του χωριού Σταγιάδες, ορισμένες μαρτυρίες κατοίκων παλαιότερης γενιάς, συνδέουν το όνομα με την ύπαρξη του μοναστηριού, που θεωρούνταν ιερός τόπος, καθώς μάλιστα εκεί υπήρχε εικόνα της Παναγίας, στην οποία απέδιδαν θαυματουργικές ιδιότητες. Όπως αναφέρει στη μελέτη του ο Δημήτριος Παπανίκος, οι γέροντες αυτοί πίστευαν ότι το όνομα προήλθε από τη φράση «στα Άγια», την οποία συχνά χρησιμοποιούσαν οι προσκυνητές αναφερόμενοι στην προκείμενη επίσκεψή τους στο μοναστήρι: θέλοντας δηλαδή να δηλώσουν ότι πήγαιναν στα άγια χώματα του μοναστηριού. Η εικόνα της Παναγίας (που λέγεται ότι κλάπηκε από Γαλλομαροκινούς στρατιώτες) θεωρούνταν ότι ήταν θαυματουργή κυρίως για προβλήματα ανθρώπων με ψυχικές ασθένειες. Μάλιστα υπάρχουν ακόμα οι κρίκοι όπου δένονταν με αλυσίδες οι βαρέως πάσχοντες, οι οποίοι παρέμεναν στο εκκλησάκι τουλάχιστον για μια νύχτα, γεγονός που είναι φυσικό να προκαλεί αίσθηση στους κατοίκους του χωριού.
Άλλοι μελετητές, πάλι, αποδίδουν την προέλευση της ονομασίας στη σλαβική λέξη «στάγια», που σημαίνει κοίλωμα βράχου ή κελί. (Στην περιοχή υπήρξε Σερβοκρατία κατά το 14ο αι.)
Επίσης, η κοντινή Καλαμπάκα ονομαζόταν Σταγοί. Δεδομένου ότι το Μοναστήρι των Σταγιάδων, όπως προαναφέρθηκε, βρίσκεται στα όρια της επαρχίας Σταγών, ίσως το όνομα να οφείλεται σε κάποια σχέση με την περιοχή αυτή.
Όπως αναφέρεται από τον κ. Παπανίκο, το χωριό αυτό δεν πρέπει να υπήρχε πριν από το 12ο αιώνα. Υπήρχε όμως, όπως διαπιστώνεται από ευρήματα ανασκαφών, ένα χωριό καλούμενο «Σκιαδάρη», δυτικά του χωριού Σταγιάδων σε απόσταση μεταξύ ενός ή δύο χιλιομέτρων από την πλατεία του χωριού. (Σχετικά με τον οικισμό αυτό γίνεται λόγος πιο κάτω). Παλιότεροι κάτοικοι υποστήριζαν ότι το σημερινό χωριό Σταγιάδες είχε μέχρι το 1821 την ονομασία Σκιαδάρη και πήρε αυτό το όνομα μεταγενέστερα. Σύμφωνα με μία άλλη εκδοχή, το όνομα «Σταγιάδες» πάρθηκε από το όνομα Στάης, ή Στάγης ή Στάγιας κατοίκου του Μεσολογγίου, ο οποίος ήρθε μαζί με άλλους στην περιοχή, μετά την έξοδο του Μεσολογγίου. Ο ίδιος ο Στάης ή Στάγης ή Στάγιας υπήρξε ηγούμενος της Μονής και μετά το θάνατό του έδωσε όλη του την περιουσία, που είχε στο Μεσολόγγι, στη Μονή. Όπως λέγεται από κατοίκους του χωριού, το Μοναστήρι επί σειρά ετών έπαιρνε χρήματα και διάφορα προϊόντα από το Μεσολόγγι. Στο χωριό Σταγιάδες υπάρχουν ακόμα οικογένειες με το επώνυμο Στάγιας.

Ιστορίες της περιοχής

Μια που έγινε λόγος για την ύπαρξη του χωριού «Σκιαδάρη» (ανεξάρτητα από το αν αυτό προϋπήρξε στην περιοχή ή αν απλώς αποτελεί προγενέστερη ονομασία του χωριού Σταγιάδες) θα επιχειρήσουμε παρενθετικά να κάνουμε ιδιαίτερη αναφορά σε αυτό, καθώς και στην ευρύτερη περιοχή, όπου από τα αρχαία χρόνια υπάρχουν ίχνη ζωής και πολιτισμού και για την οποία οι κάτοικοι του χωριού δημιούργησαν ιστορίες και θρύλους, πλάθοντας έτσι το αφήγημα της δικής τους ιστορικής μνήμης, συνείδησης και ταυτότητας, όχι ως μίας αφηρημένης ιστορικής εκδοχής, αλλά ως μίας κοινωνικής κατασκευής, στη διαδικασία της οποίας οι επίσημοι φορείς της πολιτείας προτίμησαν να μη συμμετάσχουν λόγω των γνωστών θεσμικών αδυναμιών, αλλά και του χαμηλού επιπέδου ευαισθησίας και ενδιαφέροντος που γενικά επιδεικνύει η χώρα μας σε θέματα πολιτισμού.

Όπως προαναφέρθηκε, το ότι υπήρχε δυτικότερα οικισμός με το όνομα Σκιαδάρη, σε σχετικά μεγαλύτερο υψόμετρο και σε απόσταση 2 χιλιομέτρων από την πλατεία του σημερινού χωριού των Σταγιάδων, είναι επιβεβαιωμένο από ανασκαφές, όπως βέβαιο είναι και το ότι οι κάτοικοί του σε κάποια περίοδο το εγκατέλειψαν. Υπάρχουν τρεις διαφορετικές εκδοχές για τους λόγους της εγκατάλειψης: η μία λέει ότι υπερμεγέθη μυρμήγκια έκαναν αφόρητη τη ζωή των κατοίκων, οπότε αναγκάστηκαν και μετοίκησαν ανατολικά του Μοναστηριού, σε μια απόσταση τριών χιλιομέτρων περίπου από το μοναστήρι, σε μια τοποθεσία που ονομάζεται «Βεργίνα», όπου υπάρχει γνωστός από πολύ παλιά ομώνυμος αρχαιολογικός χώρος (Για το χώρο αυτό γίνεται λόγος πιο κάτω).

Κατά μία άλλη εκδοχή, όπως αναφέρεται από τον κ. Παπανίκο, οι κάτοικοι του χωριού Σκιαδάρη μετοίκησαν στην περιοχή Βεργίνα, αλλά πάλι δεν μπόρεσαν να στεριώσουν καθότι υπήρχαν πολλά επικίνδυνα δηλητηριώδη φίδια. Το ότι υπάρχουν πολλά φίδια ακόμη σε όλη εκείνη την περιοχή είναι γεγονός και μάλιστα μέχρι τους νεότερους χρόνους λέγεται ότι το μοναστήρι έτρεφε πάνω από εκατό γάτες για να τρώνε τα φίδια, στις οποίες μάλιστα έδιναν τροφή σε καθορισμένη ώρα και τις καλούσαν με ένα ειδικό σήμαντρο. Κατά μία άλλη εκδοχή, οι κάτοικοι αναγκάστηκαν να μετοικήσουν λόγω κατολισθήσεων. Είναι γνωστό ότι κατά περιόδους γίνονται κατολισθήσεις στην περιοχή Σταγιάδων. Η εκδοχή αυτή σκοντάφτει στο γεγονός ότι οι κάτοικοι θα ήταν λογικό να μετοικήσουν σε μία κοντινότερη τοποθεσία. Η παράδοση λέει πως λίγοι κάτοικοι έμειναν τελικά στην περιοχή και μάλιστα στη θέση που είναι σήμερα το χωριό Σταγιάδες και ότι οι περισσότεροι μετοίκησαν σε άγνωστες και μακρινές περιοχές σαν κάποιοι να τους καταδίωκαν. Λέγεται ότι, για να μη χαθούν τα ίχνη τους και οι δεσμοί τους, αποφάσισαν να φέρουν όλοι τους το επώνυμο «Σκιαδαρέσης». Κατά μαρτυρία του Επαμεινώνδα Αγγέλη, ο οποίος βρέθηκε σε μικρή ηλικία σε ένα χωριό των Σερρών και όταν ρώτησε ένα γέροντα που συνάντησε πώς τον λένε, εκείνος του είπε ότι οι πρόγονοί του κατάγονταν από τη Σκιαδάρη, γι’ αυτό και το όνομά του μαρτυρεί την καταγωγή του.

Η εκδοχή της αναγκαστικής φυγής, πάντα σύμφωνα με τα γραφόμενα του κ. Παπανίκου, έχει και μία άλλη πτυχή, που αναφέρεται σε παλαιότερες εποχές, όταν ακόμη υπήρχαν στην περιοχή κλέφτες, την επιβίωση και δράση των οποίων ευνοούσε η μορφολογία του εδάφους με την ύπαρξη εκεί μεγάλων δασών, θηραμάτων, πηγών και ποταμών από την περίοδο της τουρκοκρατίας.
Λέγεται ότι ένας εξ αυτών, με το όνομα Μάνδαλος, συμπεριφέρονταν μαζί με το ασκέρι του με βάναυσο τρόπο στους κατοίκους του χωριού Σκιαδάρη. Αυτός, εκτός από τα υλικά αγαθά που έπαιρνε διά της βίας, απαιτούσε να κοιμάται την πρώτη βραδιά με τη νιόπαντρη νύφη, έθιμο που συνηθίζονταν την εποχή αυτή και που το εφάρμοζαν Τούρκοι αγάδες και μεταγενέστερα οι φεουδάρχες του θεσσαλικού κάμπου, στις νύφες των παιδιών τους. Αναφέρεται δε ότι νύφες, για να αποφύγουν την απαίτηση αυτή του Μάνδαλου, προσπαθούσαν να φαίνονται άσχημες με το να βάφουν με κάρβουνα το πρόσωπό τους και με διάφορα άλλα μέσα. Τελικά η κοινωνία είχε αγανακτήσει από τη συμπεριφορά αυτή του Μάνδαλου και ένας ωραίος άνδρας, αφού ντύθηκε γυναίκα, προσποιήθηκε τη νύφη σε ένα γάμο. Το βράδυ ο νεαρός σκότωσε το Μάνδαλο. Το ασκέρι του Μάνδαλου έκαψε το χωριό και σκότωσε όσους μπόρεσαν, ενώ οι εναπομείναντες κάτοικοι διασκορπίστηκαν, λόγω του κινδύνου, σε απομακρυσμένες περιοχές. Πολλοί από αυτούς βρέθηκαν και σε άλλες χώρες.

Στην προφορική ιστορία του χωριού αναφέρεται ότι ένας εκ των απογόνων των κατοίκων του χωριού Σκιαδάρι έγινε Μητροπολίτης του Πατριαρχείου της Κωνσταντινουπόλεως και ότι την περίοδο εκείνη υπήρχε μια διαμάχη μεταξύ των κατοίκων του χωριού Σταγιάδων και της Ιεράς Μονής για τα όρια των εδαφών που κατείχε το Μοναστήρι. Ο παραπάνω μητροπολίτης του Πατριαρχείου υποστήριξε τους κατοίκους του χωριού Σταγιάδων γράφοντάς τους επιστολή στην οποία έλεγε ότι σχετικοί τίτλοι για τα περιουσιακά στοιχεία του Μοναστηριού βρίσκονται στο Πατριαρχείο και ότι ορισμένες διεκδικήσεις του θα πρέπει να ήταν άδικες, αφού τα εδάφη αυτά ανήκαν στο χωριό Σκιαδάρη. Τότε οι κάτοικοι του χωριού Σταγιάδων συγκρότησαν μια επιτροπή, η οποία θα μετέβαινε στο Πατριαρχείο αποτελούμενη από συγγενείς του Μητροπολίτη για την παραλαβή των σχετικών επίσημων εγγράφων. Πράγματι τα μέλη της επιτροπής έφθασαν στο Πατριαρχείο και παρέλαβαν τα σχετικά έγγραφα. Μόλις το πληροφορήθηκε αυτό το ηγουμενοσυμβούλιο του Μοναστηριού αφόρισε όλους τους κατοίκους του χωριού Σταγιάδων και την πράξη του αφορισμού προσυπέγραψαν τριακόσιοι πατέρες. Πληροφορηθέντες το γεγονός τα μέλη της επιτροπής φοβήθηκαν - συνέβη μάλιστα να πεθάνει το παιδί ενός εκ των μελών - και έκαψαν τα έγγραφα.

Ο αφορισμός όμως ελύθη στην αυλή του Μοναστηριού ενώπιον όλων των κατοίκων, μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλίας. Σημειωτέον ότι το χωριό Σταγιάδες πράγματι μαστιζόταν από φτώχεια μέχρι το πρόσφατο παρελθόν και ο άνεμος των διεκδικήσεων ήταν φυσικό να ξεσηκώσει τους κατοίκους που ζούσαν τόσο κοντά στο Μοναστήρι.

Επειδή η παράδοση έχει ισχυρές επιρροές στις επερχόμενες γενιές θα πρέπει να τονιστεί ότι ούτε και σήμερα όλοι οι κάτοικοι του χωριού Σταγιάδων δεν  και έχουν τις καλύτερες σχέσεις με το Μοναστήρι, παρόλο που αυτό διαθέτει ελάχιστους πόρους και έχει αποποιηθεί των παλιών του διεκδικήσεων. Μετά από περιόδους λάμψης και ισχύος, μετά από καταστροφές από πολέμους και τον εμφύλιο, η «Ιερά Μονή Σταγιάδων» λειτουργεί σήμερα αθόρυβα χάρις σε μία μικρή κοινότητα πέντε γυναικών μοναχών που το διακονούν με αυταπάρνηση, κάτω από ποικίλες αντίξοες συνθήκες διαβίωσης, καθώς και με ιδιαίτερη προσήλωση στους ιερούς κανόνες του μοναχισμού.

Η Βεργίνα

Όπως ειπώθηκε πιο πάνω, μία κοντινή τοποθεσία, όπου ορισμένοι χωρικοί έχουν μικρό καλλιεργήσιμο κλήρο, είναι η περιοχή που την αποκαλούν Βεργίνα, όπου επί πολλά χρόνια έρχονταν χωρίς πολύ κόπο στο φως αρχαιολογικά ευρήματα ποικίλων ειδών. Μαρμάρινοι τάφοι στη σειρά ήταν εκτεθειμένοι στους αγρότες και κτηνοτρόφους, που, λόγω της άγνοιας και της απομόνωσης από τον υπόλοιπο κόσμο, δεν είχαν επίγνωση της αξίας τους. Σκελετοί με εξαιρετικά μακρείς μηρούς (κατά πάσα πιθανότητα αρχαίων Μακεδόνων στρατιωτών), χρυσά σπαθιά και μάχαιρες, αρχαία αγγεία σπασμένα και σκορπισμένα, πληροφορίες για ευρήματα από νομίσματα όπου αναγράφονταν το όνομα του Φιλίππου, αποτελούσαν μέρος των «ειδήσεων» της μικρής κοινωνίας.

Η τοποθεσία αυτή είναι πολύ γνωστή από τους περασμένους αιώνες στους αρχαιοκάπηλους, αλλά ποτέ δεν απασχόλησε την Αρχαιολογική Υπηρεσία. Μόνο το 1986 μετά από πρωτοβουλία μου και μετά από σχετική παράκληση και περιγραφές που έκανα στον αρχαιολόγο Ανδρόνικο (που μόλις είχε κάνει τις αρχαιολογικές ανακαλύψεις της περίφημης Βεργίνας) έγινε σύσταση στην αρμόδια για την περιοχή Αρχαιολογική Υπηρεσία Λάρισας να επισκεφθεί την περιοχή για να την καταγράψει.

Το σημείο όπου υπήρχαν μέχρι πρότινος οι αρχαίοι τάφοι, βρίσκεται σε μία πλαγιά, η οποία καταλήγει σε ένα ύψωμα, κάτι σαν ένα τεχνητό λοφάκι, που δεσπόζει πάνω από ρεματιές (παλιά ποτάμια) και δασάκια, εντελώς αποκομμένο από τις υπόλοιπες λοφοσειρές. Εκεί υπάρχει μία τεράστια στρογγυλή πλάκα, πάνω από μία οπή, της οποίας την προέλευση και τη χρησιμότητα κανείς δεν γνωρίζει. Η θέα του κατασκαμμένου από τις διάφορες ερασιτεχνικές ανασκαφές εδάφους, όπου δεν χρειάζεται να προσπαθήσει κανείς πολύ για να βρει κομματάκια από σπασμένα αγγεία, το δέος που προκαλούσε ο λόφος με τους γεμάτους σκελετούς τάφους και την περίεργη πλάκα, δεν άφησαν αδιάφορους τους χωριανούς, που είχαν πάντα μια ιστορία να πουν για την τοποθεσία αυτή. Μία από αυτές είναι ότι κάτω από το λόφο, σκεπασμένη με την τεράστια πλάκα, βρίσκεται ένα εκκλησάκι που βυθίστηκε όταν έγινε η Άλωση της Πόλης. Η παράδοση λέει επίσης ότι οι τσοπάνοι της περιοχής πήγαιναν τις Κυριακές και από την οπή μύριζαν θυμίαμα και άκουγαν ψαλμωδίες. Από περιέργεια κάποιος κάτοικος του χωριού Σταγιάδων άρχισε να σκάφτει στη θέση της οπής και τότε άρχισε ξαφνικά να βρέχει καταρρακτωδώς και αναγκάστηκε να φύγει. Στον ύπνο του όμως είδε ένα όνειρο το οποίο κατά κάποιο τρόπο τον τρομοκράτησε για την ενέργειά του αυτή και την άλλη μέρα, πηγαίνοντας στη θέση όπου έσκαβε βρήκε αυτό τον ογκόλιθο. Υπάρχει μάλιστα ανάμεσα στους χωρικούς η ιδέα ότι όποιος πάει και σκάβει στην περιοχή αυτή κινδυνεύει από νεροποντή, που σταματάει μετά την απομάκρυνσή του.

Τα ασυνήθιστα δεδομένα που τροφοδοτούσαν τη φαντασία τους με ενδιαφέρον, αλλά και φόβο, ίσως να μην είναι εντελώς φανταστικά. Σε εποχές χωρίς ηλεκτρισμό, όταν οι άνθρωποι ήταν στο έλεος της φύσης και της άγνοιας, δεν είχαν άλλους τρόπους παρά να μετασχηματίζουν τις πληροφορίες σε ιστορίες. Είναι φυσικό τις διάφορες δυσάρεστες συμπτώσεις και κακοτυχίες να τις αποδίδουν σε ανεξήγητες δυνάμεις, όπου το υπερφυσικό συσχετίζεται με τα ίχνη της ζωής από παλιότερες εποχές και κυριαρχεί ως ερμηνευτικό σχήμα στους κατοίκους του χωριού. Παρόλα αυτά, όταν ακούμε σε λαϊκές ιστορίες ότι κάτω από ένα περίεργο χωμάτινο λοφάκι υπάρχει παλιό εκκλησάκι, σε συνδυασμό με την ύπαρξη αρχαιολογικών ευρημάτων, δεν αποκλείεται αυτό να παραπέμπει σε ξεχασμένη ανάμνηση από την ύπαρξη αρχαίου ναού, και να οδηγηθούμε, εφόσον οι αρχαιολογικοί φορείς πράξουν τα δέοντα, σε κάποια αξιόλογη αρχαιολογική ανακάλυψη. Όταν υπάρχουν γύρω τόσα ευρήματα (όπως ο αμφορέας με την ιστορία της Αριάδνης, που βρίσκεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας, οι πανύψηλοι σκελετοί, τα χρυσά κτερίσματα, τα νομίσματα κτλ) το ενδεχόμενο αυτό είναι αρκετά πιθανό. Τα έμπειρα μάτια εξ άλλου των αρχαιολόγων εύκολα εντόπισαν τριγύρω εργαλεία της νεολιθικής εποχής, ενώ οι χωρικοί τούς επέδειξαν εργαλεία που δεν γνώριζαν ότι ήταν παλαιολιθικής εποχής!

Δυστυχώς, κατά κακή σύμπτωση, όταν μεταβήκαμε με το κλιμάκιο της αρχαιολογικής υπηρεσίας στην περιοχή αυτή, ενώ είχαμε ξεκινήσει με κατακάθαρο ουρανό, άρχισε να βρέχει καταρρακτωδώς και η αναπάντεχη καταιγίδα μάς ανάγκασε να αναβάλουμε την έρευνα. Λίγη ώρα μετά την αναχώρησή μας ο ουρανός καθάρισε πάλι, οπότε επιχειρήσαμε να επιστρέψουμε. Όμως μία νέα νεροποντή στάθηκε αφορμή για την τελική ματαίωση κάθε άλλης προσπάθειας. Στο δρόμο γελούσαμε με τα σχόλια κάποιων από την ομάδα που με ανάμικτα συναισθήματα αναρωτιόντουσαν: «Λες να έχουν κάποια δόση αλήθειας οι ιστορίες που συνδέουν τις ανασκαφές με την κακοτυχία των επίδοξων ανασκαφέων» ; Δεν ξέρω πόσο αστεία ή πόσο σοβαρά επικαλέστηκαν αυτή την απορία. Το γεγονός είναι ότι η ατυχής αυτή σύμπτωση αποτέλεσε αφορμή για τους αρχαιολόγους να λειτουργήσουν υπαλληλικά και να συνεχίσουν τη ρουτίνα της δουλειάς τους σαν να μην είχαν βρεθεί ποτέ σ’ αυτό τον πολυ-συλλημένο και γεμάτο αρχαία παρουσία τόπο. Είναι πραγματικά κρίμα…

 

Παραπομπές

 (1) Πρόκειται για τη σημερινή Οξύνεια, ονομασία που αντικατέστησε την παλαιότερη ονομασία «Μερίτσα» κατά τη δεκαετία του 1950, όπως γινόταν σε πολλές περιοχές τοποθεσίες της ελληνικής επικράτειας, που είχαν τούρκικα ή σλάβικα ονόματα. Το ίδιο συνέβη και με το διπλανό χωριό Αγναντιά, του οποίου το όνομα ήταν Οστροβός, που στα τούρκικα σημαίνει «αγνάντι». Την εποχή αυτή είχε προταθεί από την τότε Νομαρχία το χωριό Σταγιάδες να μετονομαστεί σε Πολυδένδρι , ενδεικτικό της πλούσιας βλάστησης της περιοχής. Όμως οι κάτοικοι του χωριού όχι μόνο δεν το υιοθέτησαν, αλλά αντέδρασαν με αγανάκτηση στην πρόταση αυτή της Νομαρχίας και έτσι παρέμεινε η ονομασία Σταγιάδες.