Ανοιχτή Επιστολή Προς το Νομάρχη Τρικάλων

Αριστοτέλης Ράπτης
Αν. Καθηγητής
Πανεπιστημίου Αθηνών

 

κ. Νομάρχη,

Ζούμε σε μια εποχή κατά την οποία μεταβαίνουμε σε ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο και περισσότερο διεθνικό κόσμο. Η οικονομική μας ανάπτυξη απαιτεί εκσυγχρονισμό και αναθεώρηση παλαιών αντιλήψεων και πρακτικών. Η πολιτική μας υπόσταση χρειάζεται, όχι μόνον συνθήματα και διαμαρτυρίες για το τι δεν κάνουν οι άλλοι, αλλά πράξεις, ιδέες και απολογισμό για το τι κάνει ο καθένας από μας. Χρειάζεται σεβασμό στους δημοκρατικούς θεσμούς, που είναι η μόνη εγγύηση για την πραγματική πρόοδο και την υπέρβαση της υπο-ανάπτυξης, που όλοι μας κουβαλούμε για λόγους ιστορικο-πολιτικούς και οικονομικούς.
Το έθνος μας χρειάζεται να κερδίσει το στοίχημα της πολιτισμικής αναγέννησης μέσα από το σεβασμό και την ανάδειξη της πολιτισμικής μας παράδοσης. Έχουμε ήδη καταλάβει ότι το σβήσιμο της ιστορικής μας παράδοσης, ο αναχρονιστικός λαϊκισμός και ο πρωτόγονος «προοδευτισμός» του πρόσφατου παρελθόντος, που θεωρούσε ότι από μόνο του το αδιάκριτο γκρέμισμα και η πολεμική ενάντια σε ορισμένους θρησκευτικούς θεσμούς θα απέβαιναν αυτομάτως προς όφελος των φτωχότερων τάξεων, γιατί έτσι δήθεν επιτυγχάνεται η αφύπνισή τους και παραχωρείται σ’ αυτές ένα μέρος δύναμης και εξουσίας υπήρξε αυτοκαταστροφικό και οπισθοδρομικό. Ο κίνδυνος να μην έχουμε να αντιπαραθέσουμε δική μας ταυτότητα, φυσιογνωμία και ομορφιά, καθώς επιδιώκουμε να σταθούμε ισότιμα δίπλα στους άλλους λαούς (που δεν ποδοπάτησαν, όσο εμείς τα ίχνη της ιστορίας και του πολιτισμού τους), είναι επίσης ορατός.
Ο λόγος που με ώθησε, κ. Νομάρχη, να κάνω την παραπάνω εισαγωγή, πριν έλθω στο θέμα αυτής εδώ της ανοιχτής επιστολής, είναι η ανάγκη να τονίσω τη σημασία ενός προβλήματος, φαινομενικά τοπικού χαρακτήρα, το οποίο όμως αντανακλά, ως καθρέφτης-μικρόκοσμος, πολλά από τα πιο σημαντικά προβλήματα του νεο-ελληνισμού και εμπίπτουν στα όρια της δικής μας προσωπικής ευθύνης. Γιατί ό,τι κάνουμε ή δεν κάνουμε δημοσία, και μάλιστα, όταν βρισκόμαστε σε μία θέση αρχής, δείχνει πολλές φορές τις πραγματικές μας προθέσεις, καθώς και τις πολιτικές μας αντιλήψεις και τα πρότυπα. Κι αυτό βέβαια, σε καμία περίπτωση δεν θα ήθελα να το κάνω από τη θέση του κριτή και του τιμητή, (μακριά από μένα αυτού του είδους οι προκλήσεις), αλλά από το βήμα του δημοσίου διαλόγου, που, ευτυχώς για τη δημοκρατία μας, μας παρέχεται μέσω αυτής εδώ της εφημερίδας, δεδομένου ότι η κοινή γνώμη είναι σήμερα μία όχι ευκαταφρόνητη διάσταση κοινωνικού ελέγχου στη σύγχρονη εποχή. Δεν αισθάνομαι άλλωστε ότι βρίσκομαι στην αντίπερα όχθη σε σχέση με εσάς και συγχρόνως διατηρώ όλο το σεβασμό και την αναγνώριση που τρέφω για το πρόσωπό σας. Όμως θεωρώ ότι το εν λόγω ζήτημα χρειάζεται ξεκάθαρη τοποθέτηση, ώστε να μην πλανάται η εντύπωση ότι και εσείς, ως πολιτικό πρόσωπο, βυθίζεστε στη θολούρα των πελατειακών σχέσεων, που εκ παραδόσεως μας κρατά ομήρους μιας αναχρονιστικής εποχής.
Πρόκειται για την υπόθεση τρομοκράτησης του Μοναστηριού των Σταγιάδων από κατοίκους του χωριού Γάβρου, της καταλήστευσης και της επαπειλούμενης καταστροφής ενός δάσους, που του ανήκει. Το ζήτημα έχει πάρει τέτοιες διαστάσεις, που πιστεύω ότι θα χρειαστεί ως πολιτικός άνδρας και ανώτερη τοπική αρχή να λάβετε αποφασιστικά μέτρα, ώστε να αποτραπεί η υπερίσχυση του δίκιου του τσεκουριού και να μπει ένα τέλος σε ένα φαινόμενο αρπαγής, τρομοκρατίας και αυθαιρεσίας, που διαιωνίζεται στην περιοχή της δικής σας ευθύνης.

Η υπόθεση είναι γνωστή πλέον και δεν χρειάζεται επανάληψη, όμως θα αναφερθώ σ’ αυτήν με δυο λόγια, για να γίνει η συζήτηση πάνω στα πραγματικά γεγονότα.
Το Μοναστήρι Σταγιάδων, το οποίο σημειωτέον είναι από τα παλαιότερα και φτωχότερα μοναστήρια της περιοχής, έχει στην κατοχή του με καθαρούς τίτλους ένα δάσος στην περιοχή Ρίγκλοβο, το οποίο αποτελεί ένα μοναδικό πόρο ζωτικής για την αυτοσυντήρησή του σημασίας, δεδομένου μάλιστα ότι βρίσκεται σε μία περιοχή μη τουριστική. Εδώ και πολλά χρόνια όμως, μερικοί κάτοικοι του χωριού Γάβρου λυμαίνονται το δάσος αυτό, τρομοκρατούν τους ανθρώπους του μοναστηριού εμποδίζοντάς τους την πρόσβαση και τη διαχείρισή του και, το θλιβερότερο απ’ όλα, το κάνουν αυτό «οπλισμένοι» με τσεκούρια και φορώντας μάσκες ή κουκούλες για να μην αναγνωρίζονται. Το μοναστήρι, έχοντας ως μόνη νόμιμη διέξοδο αυτοπροστασίας τη Δικαιοσύνη, προσέφυγε σ’ αυτήν, (μια και η πολιτική εξουσία αδρανεί) όμως οι κατηγορούμενοι καταφέρνουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο να εφαρμόζουν παρελκυστικές τακτικές και να αναβάλλεται η εκδίκαση της υπόθεσης. Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι η αδιάκοπτη συνέχιση της αρπαγής και της τρομοκρατίας, η ανεξέλεγκτη υλοτόμηση του δάσους, ο κίνδυνος της μετατροπής του σε κρανίου τόπο και η διαιώνιση του κακού.
Το κακό όμως έχει και τη συμβολική του σημασία, διότι οι δράστες αυτοί έχουν αποθρασυνθεί και ζητούν πολιτική κάλυψη, ενώ μέσα στο δάσος και μπροστά στη δικαιοσύνη κρύβονται κάτω από τη μάσκα της ανωνυμίας. Αποκορύφωση του θράσους και της παρανομίας αποτελεί, όπως έχω πληροφορηθεί, και η πρόσφατη επίθεσή τους σε αστυνομικούς που προσπάθησαν, χωρίς αποτέλεσμα, να παρέμβουν για την τήρηση του νόμου.
Και για να είμαι σαφέστερος, θα σας θέσω, καταρχήν, τον προβληματισμό μου με τη μορφή ορισμένων, ρητορικών και μη, ερωτημάτων, διότι θεωρώ ότι εσείς ως ανωτέρα αρχή του νομού έχετε ευθύνη για όσα συμβαίνουν.

1. Πιστεύετε αλήθεια, κ. Νομάρχη, ότι η ιδιοκτησία ενός, κατεστραμένου ήδη, δάσους 12,000 στρεμμάτων από ένα φτωχό, ορεινό και ολιγομελές μοναστήρι, που, όπως ήδη τονίστηκε, είναι και η μοναδική του περιουσία, αποτελεί τσιφλίκι, που θα πρέπει να μας μεταφέρει στη φεουδαρχική εποχή ή μήπως, αντίθετα, οι αντιλήψεις και πρακτικές που περιγράφηκαν παραπάνω είναι παράφωνα για την εποχή μας και αναχρονιστικά φαινόμενα; Γνωρίζετε επίσης ότι υπάρχει στην περιοχή του χωριού δάσος, που ανήκει στο δημόσιο και το Δασαρχείο επιτρέπει την υλοτόμηση κατόπιν αδείας; Φαίνεται όμως ότι η οδός αυτή ίσως δεν είναι και τόσο δημοφιλής, αφού η άλλη εμφανίζεται για ορισμένους πιο πρόσφορη.

2. Με βάση ποια σύγχρονη ιδεολογία νομιμοποιείται άραγε η αυθαιρεσία, η τρομοκράτηση και το δίκιο της αρπαγής και του τσεκουριού; Θα ήταν πολύ ενδιαφέρον να ακουσθούν οι απόψεις σας, γιατί πολύ φοβούμαι ότι ακόμη και οι δουλοπάροικοι, όταν επαναστατούσαν ενάντια στους καταπιεστές φεουδάρχες, ήταν επώνυμοι και δεν φορούσαν κουκούλες. Αντίθετα, οι σημερινοί συμπολίτες μας, ανώνυμοι κάτω από τις μάσκες στο δάσος, αλλά επώνυμοι στο γραφείο σας και αρνούμενοι τις πράξεις τους μπροστά στη δικαιοσύνη, αντλούν το θράσος τους από την ανοχή των τοπικών αρχών, φοβούμαι και από τη δική σας, έμμεση στήριξη. Ως πρόσφατο παράδειγμα θα αναφέρω τη σχετική συνέντευξη σε τοπικό ραδιοφωνικό σταθμό του Αντιδημάρχου Χασίων, ο οποίος φέρεται να στηρίζει την «κατάληψη» του δάσους, καθώς και το δημοσίευμα στην εφημερίδας «Πρωϊνός Λόγος» της 25/ 6/97, που δείχνει τους ενδιαφερομένους κατοίκους του Γαύρου να σας επισκέπτονται στο γραφείο σας στις παραμονές της δίκης και εσείς να τους καθησυχάζετε, υιοθετώντας μάλιστα τους ισχυρισμούς τους ότι «δεν υπάρχουν στοιχεία σε βάρος τους». Προσωπικά, δεν θα ήθελα να πιστέψω σ’ αυτά τα λόγια, έτσι όπως μεταφέρονται. Αν όμως εξακολουθείτε να τα υιοθετείτε, παρακαλώ δηλώστε το δημοσία, για να επανέλθω με σχετικό σχολιασμό.

3. Το επόμενο ερώτημα, που προκύπτει, είναι γιατί, κ. Νομάρχη δεν αποθαρρύνετε και δεν αποτρέπετε τους «ενδιαφερομένους» κατοίκους του χωριού να επιδίδονται σε τέτοιου είδους ενέργειες, καυτηριάζοντας τις πρακτικές που, τηρουμένων των αναλογιών, θυμίζουν την τακτική της γείτονος χώρας στα Ίμια; Διότι, δεν γνωρίζω για τις άλλες παρόμοιες περιπτώσεις, για τις οποίες μελετάται ενδεχομένως μία συνολική φόρμουλα, η συγκεκριμένη όμως περίπτωση είναι καθαρή: υπάρχουν τίτλοι, υπάρχουν νόμοι. Αν εγείρονται αξιώσεις και διεκδικήσεις, υπάρχουν οι νό-μιμες διαδικασίες για τη διευθέτησή τους και όχι ο δρόμος της ανώνυμης παρανομίας και της τρομοκράτησης. Τι άλλο λοιπόν χρειάζεται για να παρέμβετε για την τήρηση των νόμων και των δημοκρατικών αρχών στην περιοχή, που έχει αρχίσει να θυμίζει τη γειτονική Αλβανία; Εκτός και αν με την τρομοκρατία δημιουργείται δίκιο (ανάλογο εκείνου του επαναστατικού δικαίου), οπότε αυτό πρέπει κάποιος να μας το διευκρινίσει δημοσία.

4. Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται το φαινόμενο, όταν η πολιτική εξουσία για πολλούς λόγους δεν αναλαμβάνει την ευθύνη (φοβούμενη αυτό το περίφημο «πολιτικό κόστος»), να ρίχνει το μπαλάκι στη Δικαιοσύνη. Και βέβαια η Δικαιοσύνη πράττει το καθήκον της κ. Νομάρχη, αλλά οι δικαστές κωλύονται, όπως πολύ καλά γνωρίζετε, από ορισμένα τυπικά στοιχεία και εξαιτίας των παραλείψεων, που άλλοι, όπως π.χ οι τοπικές αρχές, έχουν διαπράξει. Οι πολιτικοί άρχοντες οφείλουν, αντίθετα, να μπουν επί της ουσίας και να σταματήσουν το κακό που, στη συγκεκριμένη περίπτωση διαιωνίζεται με αποτέλεσμα α) να καταστρέφεται οικολογικά η περιοχή β) οι τοπικές αρχές και οι μηχανισμοί διασφάλισης της νομιμότητας να κινδυνεύουν να αποδειχθούν ανίκανες, ασυντόνιστες και αναποτελεσματικές (στο σημείο μάλιστα που να προπηλακίζονται και να ξυλοκοπούνται οι αστυνομικοί σαν να μη συμβαίνει τίποτα) δ) το χειρότερο ίσως από όλα είναι ότι παίρνουμε το μήνυμα ότι ο σεβασμός στους θεσμούς και η τήρηση των νόμων είναι ζητήματα άνευ σημασίας, ακόμη και όταν έχουμε σ’ αυτό τον τόπο δημοκρατία Το ερώτημά μου λοιπόν είναι: τι προτίθεσθε να κάνετε κ. Νομάρχη, για να μην δώσετε την εντύπωση ότι ανέχεστε την παρανομία, που προσβάλει στοιχειώδη συνταγματικά δικαιώματα και ντροπιάζει τον τόπο μας ή υιοθετείτε και σεις τη χοντροκομένη πολιτική ηθική, που χωρίζει εξ ορισμού τις κοινωνικές ομάδες σε «καλές» και «κακές» οπότε μπορούμε αυθαίρετα να τασσόμαστε ενάντια στις αυτονόητα «κακές», που σε αυτή την περίπτωση τυχαίνει να είναι το Μοναστήρι Σταγιάδων;

Κύριε Νομάρχη, ανήκουμε περίπου στην ίδια γενιά και έχουμε κοινά πολιτικά βιώματα. Ήμασταν παιδιά μιας εποχής, κατά την οποία δεν λειτουργούσαν πλήρως οι δημοκρατικοί θεσμοί και όπου βασίλευαν ο στείρος συντηρητισμός, η απροσάρμοστη προγονοπληξία και η υποκριτική, χωρίς κανένα πρακτικό αντίκρυσμα εθνικοφροσύ-νη. Αποδεικνύεται όμως σήμερα ότι, όσο επικίνδυνα ήταν για την Ελλάδα όλα αυτά, άλλο τόσο είναι και στην εποχή μας η κοντόφθαλμη οικονομική εκμετάλλευση, ο α-νιστόρητος «εκσυγχρονισμός» και ο ψηφοθηρικός λαϊκισμός. Έτσι, μου είναι αδύνατο να πιστέψω ότι χάριν ελάχιστων ψήφων εσείς και οι πολιτευτές της περιοχής δεν αναλαμβάνετε πρωτοβουλίες ώστε να σταματήσουν οι παραβιάσεις των νόμων και να δοθεί μια λύση αντάξια των δημοκρατικών μας θεσμών. Είναι κρίμα που αυτά συμβαίνουν σε εποχή που όλες οι ηγεσίες διακηρύσσουν την έγνοια τους για "τη λειτουργία των θεσμών"..... Δεν έχουν άραγε θεσμική αξία οι δικαστικές αποφάσεις; Δεν είναι θεσμός η λειτουργία ενός παλιού, φτωχού σε πόρους, ιστορικού μοναστηριού;

Η ευαισθησία για όσα συμβαίνουν και η αγανάκτησή μου δεν έχει να κάνει τόσο με την κατάφορη παραβίαση των νόμων και των συνταγματικών διατάξεων που κατοχυρώνουν την ιδιοκτησία του καθενός μας γενικά, ούτε μόνον με την οικολογική καταστροφή, μπροστά στην οποία παραμένουμε αδιάφοροι θεατές, αλλά κυρίως με το γεγονός ότι έχω ταυτίσει τις μνήμες και τις ρίζες μου με αυτό το μοναστήρι και γνωρίζω πολύ καλά ότι αυτό το δάσος είναι ο μοναδικός πόρος για την αυτοσυντή-ρησή του. Το Μοναστήρι, για μένα, δεν είναι μόνο ένα θρησκευτικό σύμβολο γι’ αυ-τούς που πιστεύουν. Είναι ένα ιστορικό μνημείο, είναι η πολιτιστική μας κληρονομιά, είναι μάρτυρας της ιστορικής μας συνέχειας. Όλα τα κράτη της Ε.Ε. στέκονται με ευ-λάβεια σε ό,τι έχει σχέση με την εθνική τους παράδοση. Ιστορικά μνημεία πολύ νεό-τερων χρόνων από ότι τα δικά μας αξιοποιούνται ως αξιοθέατα και γίνονται κέντρα οικονομικής ζωντάνιας και πολιτιστικής προβολής.

Είναι, πιστεύω, στο χέρι σας, κ. Νομάρχη, να σταματήστε αυτά τα έκτροπα και να προστατέψτε το δάσος από τις λεηλασίες. Είστε ένας άνθρωπος με δημοκρατική συνείδηση και ιστορία και δεν αμφιβάλλω ούτε στιγμή γι’ αυτό. Ας μην αφήσετε λοιπόν την εντύπωση ότι ενδίδετε σε πρακτικές του παρελθόντος, που ήταν αποτέλε-σμα της μη λειτουργίας των δημοκρατικών θεσμών. Διότι στις μέρες μας θεωρείται νόμιμο και κοινωνικά αποδεκτό να διεκδικεί κανείς τα συμφέροντά του με νόμιμο τρόπο και σεις, ως πολιτικός άρχοντας, να νοιάζεστε για τις κοινωνικές ομάδες που εκπροσωπείτε με δημοκρατική οργάνωση, σχεδιασμό και ανάπτυξη ποικίλων πρωτο-βουλιών, που μπορεί να γεννήσουν λύσεις από το τίποτε. Το να συνεχίζεται όμως αυτή η κατάσταση και να ανέχεσθε όχι μόνον εσείς αλλά και οι πολιτευτές της περιοχής, ακόμα και η κοινή γνώμη, φαινόμενα αρπαγής, τρομοκράτησης, λεηλασίας και αλβα-νοποίησης, όχι μόνο δεν προάγουν το πολιτισμό σ’ αυτή τη χώρα, αλλά αμαυρώνουν και τα δημοκρατικά ήθη της περιοχής.
Ως πολίτης αυτού του τόπου αισθάνομαι θιγόμενος σύμφωνα με τη ύψιστη αρχή της επαγρύπνησης των πολιτών για την τήρηση του δημοκρατικού μας συντάγματος και προτίθεμαι να κάνω ό,τι οι νόμιμες διαδικασίες μου επιτρέπουν, ακόμα και να προσφύγω, στην Ευρωπαϊκή Ένωση με κίνδυνο βέβαια να εκθέσω τη χώρα μου γι’ αυτά που βλέπουμε να συμβαίνουν.